εξατμιστικός

εξατμιστικός
-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει για εξάτμιση ή που την προκαλεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξατμιστικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξάτμιση («εξατμιστική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”